- πολύτρομος
- -η, -ο, Ναυτός που διεγείρει, που προκαλεί πολύ τρόμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + τρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Γ. Χ. Ζαλοκώστα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek